Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

"έφυγε" η γιαγιά...

"Έφυγε" η γιαγιά μου την προηγούμενη Πέμπτη το πρωί. Σίγουρα είναι κάτι συνηθισμένο να "φεύγει" μια γιαγιά στα 88 της χρόνια και σίγουρα όλοι σκεφτόμαστε ότι και εμείς θα θέλαμε να "φύγουμε" σε αυτή την ηλικία περιτριγυρισμένοι απο παιδιά εγγόνια και δισέγγονα, ήσυχα και στον ύπνο μας όπως η γιαγιά μου.
Αλλά αυτή ήταν η ΔΙΚΙΑ ΜΟΥ γιαγιά και θέλω να την κλάψω, θέλω να τη θυμηθώ, θέλω να μου λείπει και να πονάει αυτό. Γιατί της άξιζε. Γιατί ήταν η γιαγιά του δικού μου παραμυθιού.
Η γιαγιά που πάντα ανυσηχούσε για μας, η γιαγιά που μας έλεγε ιστορίες από τα παλιά, η γιαγιά που μας έδινε κρυφά τσιγάρα όταν κρυβόμασταν από τους γονείς. Η γιαγιά που της άρεσαν τα ταξίδια, που της άρεσε να πίνει κανένα τσιπουράκι μαζί μας, που αγαπούσε τον παπού σαν έφηβη, που της άρεσε η τηλεόραση. Η γιαγιά που είχε δύσκολα νιάτα, καλή ζωή και που τραγικά γεγονότα σημάδεψαν τα γεράματά της. Όταν στα 78 της χρόνια έπειτα από ένα τραγικό τροχαίο έθαψε την σαραντάχρονη νύφη της και αναγκάστηκε να περιποιείτε η ίδια τον ανάπηρο γιό της. Μέχρι και πριν τρεις βδομάδες ήταν η γιαγιά που θα με φώναζε να μου μαγειρέψει, να πιούμε καφέ μαζί, να κουβεντιάσουμε παρέα. Η γιαγιά που το τελευταίο της βράδυ πριν κοιμηθεί μου έδωσε την ευχή της σαν να ήξερε ότι δεν θα υπήρχε άλλη ευκαιρεία. Η γιαγιά που ποτέ δεν είχε αλλάξει ασχημη κουβέντα με κανένα, που ήταν παντα αγαπησιάρα και τρυφερή, που έλεγε ιστορίες από την κατοχή που έζησε με σκοπό να μην ενοχλήσει και που "έφυγε" ίσως για τον ίδιο λόγο. Για να μην ενοχλήσει τους δικούς της όταν έπεσε στο κρεββάτι ανήμπορη.
Ήταν η δική μου γιαγιά.
Γεια σου γιαγιάκα μου. Θα μου λείψεις πολύ.
Η εγγονή σου, που ήταν εκεί την ώρα που "έφυγες".

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2009

Αχ αυτές οι εκλογές...

Αχ αυτές οι εκλογές!
Αυτές εδώ οι εκλογές που θα γίνουν σε δύο μέρες έκαναν τους δημοσιογράφους και τους πολιτικούς να ωρύονται από το πρωί ως το βράδυ σε τηλεόραση και ραδιόφωνο. Να τσακώνονται, να φωνάζουν, να ερωτούν, να απαντούν αλλά και να αναλύουν, να αναλύουν να αναλύουν. Ολημερίς και οληνυχτίς στην κυριολεξία. Από τις 06.00πμ έως και 02.00 με 03.00 πμ.
Το περίεργο όμως είναι ότι εκτός από τις δύο αυτές συμπαθείς τάξεις, κανείς άλλος δεν "ασχολείται" με τις εκλογές. Και όταν λέω "ασχολείται" για να μην παρεξηγηθώ δεν εννοώ ότι δεν ενημερώνεται ή δεν έχει άποψη. Εννοώ ότι δεν αντιπαρατίθεται, δεν φωνάζει, δεν μαλώνει βρε αδελφέ.

Αχ αυτές οι εκλογές τι συζητήσεις προκαλούν.
Διαβάζω στους κύριους τίτλους των ειδήσεων: " Κορυφώνεται η κόντρα". Άρα σκέφτομαι αν κορυφώνεται στην τηλεόραση, σε όλα τα κανάλια, θα κορυφώνεται και στους δρόμους, στα καφενεία, στη δουλειά, παντού. Βγαίνω έξω και προσπαθώ να κάνω πολιτική συζήτηση. Όχι για κόντρα, όχι για αντιπαράθεση, ούτε καν για απλή συζήτηση δεν βρίσκω άνθρωπο. Βρήκα μόνο έναν. Τον οδοντίατρό μου... Αλλά εκεί δεν ήταν συζήτηση γιατί εκείνος μιλούσε και εγώ, με διάφορα εργαλεία στο στόμα μου, το μόνο που έκανα ήταν να βγάζω ήχους τύπου μουγκρίσματος αγελάδας ή κραξίματος χήνας ανάλογα με το αν διαφωνούσα ή συμφωνούσα. Και μη νομίζετε ότι η συζήτηση αφορούσε στα πεπραγμένα της προεκλογικής περιόδου. Ανάλυση του γιατί ο κόσμος δεν κουβεντιάζει για τις εκλογές έκανε ο άνθρωπος.

Αχ αυτές οι εκλογές τι κακό στα αυτιά κάνουν.
Όταν ανοίγω την τηλεόραση και πετυχαίνω αυτά τα περιβόητα πάνελ που μιλάνε όλοι μαζί και φωνάζουν και διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους, ένα πράγμα σκέφτομαι:
Αυτές οι εκλογές αφορούν όλους. Αυτές οι συζητήσεις αφορούν μόνο αυτούς που τις κάνουν.

Αχ αυτές οι εκλογές τι με κάνουν!


έφτασε η ώρα!

Δεν είναι ότι ξεχνώ, δεν είναι ότι βαριέμαι. Είναι ότι για να γράψω σε αυτό το Blog θα πρέπει να είμαι σε μία συναισθηματικά α' κατάσταση. Και όταν λέω α' κατάσταση εννοώ οτιδήποτε αλλά έντονο. Χαρά, λύπη, θυμό, απόγνωση, θλίψη, ευφορία, μοναξιά, αγάπη, έρωτα, απόρριψη. Δεν ξέρω γιατί. Σε διαφορετική περίπτωση δεν μπορώ να γράψω ούτε μια αράδα. Δεν είμαι συγγραφέας, στην έκθεση στο λύκειο είχα 15 και στις Πανελλήνιες έγραψα 13. Για να γράψω ωραίες υπηρεσιακές επιστολές θα πρέπει ή να πωρωθώ με το θέμα ή να τα έχω πάρει στο κρανίο για να αναπτύξω σωστά τις απόψεις μου. Όταν δεν "το έχω", απλά παίρνω έτοιμες εκφράσεις από παλαιότερες επιστολές για παρόμοια θέματα.
Ε λοιπόν σήμερα είμαι στην συναισθηματική κατάσταση της ευφορίας. Ξύπνησα με χαμόγελο, μπήκα στο γραφείο στέλνοντας καλημέρες προς όλους, και στην συνέχεια έπιασα τον εαυτό μου να τραγουδάει. Έχουν περάσει δύο ώρες και η ευφορία αυτή κρατάει ακόμη! Και το σημαντικότερο είναι ότι δεν οφείλεται σε κάποιο γεγονός. Δεν έγινε τίποτε το ιδιαίτερο χθες. Και για αυτό είναι υπέροχο. Ο ήλιος λάμπει. Η ζωή είναι ωραία. Απολαύστε την. Και για να δανειστώ ένα προεκλογικό σύνθημα "ΕΦΤΑΣΕ Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΕΥΦΟΡΙΑΣ"



Κυριακή 23 Αυγούστου 2009

ΚΑΙΓΟΜΑΙ, ΚΑΙΓΟΜΑΙ !!!!

Δεν έχω δει καθόλου τηλεόραση εδώ και τρεις ημέρες, δεν έχω ακούσει ούτε ραδιόφωνο, ούτε έχω διαβάσει εφημερίδα. Είμαι τριήμερο κοντά στη θάλασσα, σε ήσυχη καταπράσινη παραλία του Ιονίου, έχοντας πλήρη άγνοια της επικαιρότητας.
Έρχεται η στιγμή να γυρίσουμε και μπαίνοντας στο αυτοκίνητο ανοίγω το ραδιόφωνο. Και ακούω ειδήσεις. Φωτιά, φωτιά, φωτιά, φωτιά φωτιά .... Το κλιματιστικό δουλεύει στο φουλ αλλά εγώ ΚΑΙΓΟΜΑΙ. Φτάνω στο σπίτι μου, ανοίγω τηλεόραση και ... φωτιά φωτιά φωτιά. Και εγώ πάλι ΚΑΙΓΟΜΑΙ. Νιώθω τον πόνο του εγκαύματος, νιώθω τα πνευμόνια μου να κλείνουν από τους καπνούς, τα μάτια μου να δακρύζουν. ΚΑΙΓΟΜΑΙ. Γιατί αυτό συμβαίνει κάθε φορά που καίγεται ένας τόπος. Το δικό σώμα μας καίγεται, η δική μας αναπνοή τελειώνει, τα δικά μας μάτια τσούζουν. Γιατί η φύση είμαστε εμείς οι ίδιοι. Αλλά δεν το καταλαβαίνουμε. Δεν καίγεται το δάσος, τα ζώα, τα σπίτια, οι περιουσίες. Καιγόμαστε εμείς. Εμείς.
Τώρα με καίει το γιατί, με καίει το γαμώτο με καίει η θύμηση ενός καταπράσινου τόπου που δεν θα υπάρχει αύριο, με καίνε τα ίδια και τα ίδια λόγια που ακούω.

ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ να ΚΑΙΓΟΜΑΙ.
ΒΑΡΕΘΗΚΑ να ΚΑΙΓΟΜΑΙ.
Είμαι η φύση και ουρλιάζω. Είμαι τα σώματά μας και ωρύομαι. ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕΕΕΕΕ.
Ακούει κανείς ;

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

υπάρχει χάσμα γεννεών; άντε καλέ!

Πιστεύετε ότι υπάρχει το χάσμα των γεννεών; ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις διάφορες γεννεές, όχι ηθικές όπως της δικής μου γενιάς με τις προηγούμενες (ποτέ σεξ πριν το γάμο κλπ) αλλά χάσμα σε βιώματα, σε πρακτικά πράγματα, στη καθημερηνότητα;
Έχω μια αδελφή μικρή, πολύ μικρότερη από εμένα. 14 χρόνια μικρότερη. Εκείνη, οι φίλες της αλλά και κάποιες λίγο μικρότερές τους ξαδελφούλες, κατά καιρούς έχουν φθάσει πολύ κοντά στο να με τρελάνουν. Και μάλιστα όχι τόσο γιατί δεν γνωρίζουν πράγματα και γεγονότα που για μας είναι δεδομένα, αλλά γιατί όταν τους τα λες σε αμφησβητούν και από πάνω.
Για παράδειγμα το γεγονός ότι το 1991 στην Ελλάδα ΔΕΝ υπήρχαν κινητά,
το ότι το τείχος του Βερολίνου χώριζε την πόλη στη μέση και δεν την περιέκλειε γύρω γύρω,
το ότι δεν το γκρεμίσανε μόνο για να κτίσουν καινούργια κτήρια! (ήμαρτον)
Επίσης το ότι τα τηλέφωνα παλιά ήταν αναλογικά και την έκφραση "πάρτε το μηδέν" την ήξεραν όλοι και δεν είναι απλά τίτλος βιβλίου,
η ιδιωτική τηλεόραση δεν ήρθε την ίδια στιγμή σε όλοι την Ελλάδα και
οι Αλβανοί δεν μπαινοέβγαιναν από τη χώρα τους τη δεκαετία του '80 για επαγγελματικούς λόγους
και στο ραδιόφωνο τότε άκουγες ή κρατικούς στάθμούς ή πειρατικούς και ΟΧΙ ιδιωτικούς.
Ακόμη, στα τότε σύνορα με την Αλβανία δεν υπήρχε duty free όπως σήμερα,
οι πρώτοι οικιακοί υπολογιστές (spectrum και atari) δεν είχανε ποντίκι (η έκλπηξη σε αυτό το σημείο απίστευτη),
στο σπίτι είχαμε μόνο μία τηλεόραση,
το τραγούδι "Φάνης" είναι των Κατσιμιχαίων και όχι του Σφακιανάκη,
το "Hotel kalifornia" βγήκε πριν γεννηθώ εγώ,
ο μπαμπάς δεν είχε ανέκαθεν αυτοκίνητο,
τα φασφουντάδικα και κυρίως οι σημερινές γνωστές αλυσίδες δεν υπήρχαν στην επαρχία,
οι σημερινοί τριαντάρηδες δεν έχουν βίντεο από τη βάφτισή τους, κλπ κλπ κλπ....
Είναι τόσα πολλά που έχω ακούσει από τότε που πήγε γυμνάσιο μέχρι τα πρώτα φοιτητικά της χρόνια που δεν ξέρω τι να πρωτοθυμηθώ. Τώρα είναι 24, έχει πάρει πτυχίο και σίγουρα ξέρει πολλά περισσότερα. Ακόμη όμως δεν αντιλαμβάνεται τις συνθήκες της τότε καθημερηνότητάς μας στην αντίστοιχη με τη δική της ηλικία παρόλο που έχει τρία πολύ μεγαλύτερά της αδέλφια και έχει ακούσει τόσα πολλά όλα αυτά τα χρόνια. Τα άλλα παιδιά εκεί στα 20 με 25 που δεν είχαν παρόμοιο περιβάλλον έχουν απίστευτη άγνοια.

Τελικά το θέμα δεν είναι αν υπάρχει το χάσμα γεννεών αλλά πόσο συχνά αλλάζουν αυτές οι γεννεές πλέον. Γιατί τις ίδιες διαπιστώσεις με μένα κάνει ο 50χρονος αλλά και ο 32άχρονος; Κάθε πότε αλλάζει η γεννιά; εγώ σε ποια γεννιά ανήκω τελικά;

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2009

Πίστευε και μή ερεύνα - μερομήνια και άλλα πολλά

Έξω έχει ένα τρελλό αέρα, ασυνήθιστο για Γιάννενα για αυτή την εποχή. Αυτό σκεφτόμουν όταν συμπτωματικά ένα συνάδελφος περνώντας έξω από το γραφείο μου λέει : "είναι Φλεβάρης σήμερα σύμφωνα με τα μερομήνια".
Τα ξέρετε τα μερομήνια; Είναι ο τρόπος που οι παλιοί προέβλεπαν τον καιρό. Ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες κάποιων συγκεκριμένων ημερών του Αυγούστου, ξέρουν τι καιρό θα κάνει τους επόμενους δώδεκα μήνες. Στις αρχές Ιουλίου κάποιος μου είπε ότο ο Αύγουστος δεν θα είναι ζεστός, δεν θα έχει ούτε ένα μικρό καύσωνα. Γέλασα. Τελικά έτσι ήταν. Σύμφωνα με τα σημερινά λοιπόν θα πρέπει ο Φλεβάρης να έχει πολύ χάλια καιρό. Θυμίστε με να το τσεκάρουμε. Για τους άλλους μήνες δεν έμαθα τίποτε.

Γενικά είμαι πολύ επιφυλακτική σε τέτοιου είδους μεθόδους. Σαν τεχνοκράτης πιστεύω σε πράγματα με επιστημονικούς συνειρμούς και αποδείξεις, σε πράγματα που προκύπτουν από μελέτες και εφαρμογές. Δεν πιστέυω στα πάσης φύσεως βοτάνια για τη χολή, τα νεφρά κλπ, σε πρακτικούς γιάτρους που κολάνε σπασμένα κόκκαλα, σε μετερεωλόγους που προβλέπουν τον καιρό από τα καφενεία. Από τη στιγμή που υπάρχει η επιστήμη, θα πιστέψω εκείνη και όχι τον οποιοδήποτε πρακτικό.

Αλλά, (πάντα υπάρχει ένα αλλά) όταν αρχίζω και θυμάμαι περιπτώσεις και γεγονότα που συνέβησαν σε μένα ή και σε δικούς μου και οι πρακτικοί έδωσαν τη λύση, τότε; τότε δεν έχω απάντηση. Όπως τότε που είχα πιαστεί ολόκληρη και πονούσα και η θεραπεία του γιατρού το στομάχι μου χάλασε τον πόνο δεν τον μείωσε, και βρέθηκε μια γιαγιούλα και με "μέτρησε" γιατί λέει είχα "κόψει κρέας" και μετά από μία ώρα ήμουν περδίκι!
Εκεί με συμφέρει και βάζω μπροστά το ρητό "πίστευε και μη ερεύνα".

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

είμαι ξανά εδώ;;;

Είμαι ξανά εδώ; ξαναγύρισα στο blog μου; δεν ξέρω ακόμη. Αυτό που ξέρω είναι ότι μηνές ολόκληρους πίστευα ότι πέρασα πολλά, ότι πέρασα άσχημα και δεν είχα διάθεση να μιλήσω σε κανέναν για αυτά που περνάω, ούτε καν ανώνυμα στο ιστολόγιο αυτό. Και ξαφνικά σήμερα κάποιος Vaggos στέλνει, καταλάθος μάλλον, την διεύθυνση από το ιστολόγιο μιας 24χρονης κοπέλας, το http://mariatweety.blogspot.com/
Μιας κοπέλας που ... αλλά καλύτερα να μπείτε στο ιστολόγιό της.
Vaggo σε ευχαριστώ. Πολύ.

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

Αναμνήσεις

Προχθές βρήκα ένα κουτί με παλιά βιβλία που είχα όταν ήμουν παιδί. Τα έβαλα όλα σε ένα σάκο και τα έδωσα στα ανήψια μου. Ευτυχώς οι ανηψιές μου (11 και 13 ετών) ενθουσιάστηκαν με το αναπάντεχο δώρο. Ο ανηψιός μου (15άχρονος) δεν συγκινήθηκε και πολύ, γεγονός που βρήκα αναμενόμενο. Τα περισσότερα βιβλία ήταν των εκδόσεων «Άγκυρα». Δεν ξέρω αν τα θυμάστε. Ήταν αυτά με τα σκληρά πολύχρωμα εξώφυλλα. Στο πλάι είχαν αρίθμηση και όπως τα βάζαμε όλα μαζί στη βιβλιοθήκη με τη σειρά, σημειώναμε ποια μας λείπουν για να τα ζητήσουμε σαν δώρο στα επόμενα γεννέθλια ή τα Χριστούγεννα. Η σειρά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ αλλά στις αρχές του γυμνασίου είχαμε αρκετά. Θυμάμαι μερικά όπως «Η Πολυάννα και το παιχνίδι της χαράς», «Η Πολυάννα παντρεύεται», «Το νησί των θησαυρών», «η Μελωδία της Ευτυχίας», «Ντάλια η μικρή μαύρη βασιλοπούλα» και τόσα άλλα. Το τελευταίο το θυμάμαι περισσότερο από όλα και πάντα με ένα σφίξιμο στην καρδιά. Γιατί; Να η ιστορία.

Είχα ένα παππού (δεν ζει πια) που ανάμεσα στα διάφορα ελαττώματά του είχε και το να δείχνει έντονα σε ποιον είχε αδυναμία. Σε πιο παιδί του, σε πιο εγγόνι του, χωρίς να νοιάζεται ή να σκέφτεται πως ένιωθαν οι υπόλοιποι που εισέπρατταν αυτόν τον διαχωρισμό. Από την δική μου οικογένεια είχε αδυναμία στην μεγάλη μου αδελφή. Την έπαιρνε συνέχεια αγκαλιά, και της έλεγε συνέχεια πόσο καταπληκτική είναι και φυσικά της έπαιρνε συνέχεια δώρα, μόνο σε εκείνη, ενώ σε εμένα και τον αδελφό μου τίποτε απολύτως. Οι γονείς μας γνωρίζοντας την ‘αναποδιά’ του έτρεχαν κρυφά αγοράζοντας εκείνοι μικροδωράκια να καλύψουν το κενό. Μέχρι που έγινα 6 χρονών και ήταν αδύνατο πλέον να με ξεγελάνε. Βέβαια το είχα καταλάβει από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου. Ο αδελφός μου, μικρότερος κατά 2 χρόνια, δεν είχε καταλάβει τίποτε. Ο παππούς είχε αδυναμία στα βιβλία και έτσι ανάμεσα στα δώρα του προς την αδελφή μου ήταν και πάρα πολλά βιβλία.
Εκείνο το καλοκαίρι (τον παππού τον βλέπαμε μόνο το καλοκαίρι που πηγαίναμε για διακοπές) οι γονείς μας έφτασαν στα όριά τους. Όπως έμαθα όταν μεγάλωσα από τη μητέρα μου, ένα απόγευμα ο παππούς γύρισε σπίτι με ένα ακόμη δώρο για την αδελφή μου φωνάζοντας «κοίτα τι σου έφερα». Η μητέρα μου τότε έξαλλη του είπε ότι εκείνη είχε τρία παιδιά και όχι ένα και ότι αν συνέχιζε να ξεχωρίζει έτσι τη μεγάλη της κόρη χωρίς να προσπαθεί ούτε καν να το κρύψει, θα μας έπαιρνε και θα γυρνούσε στην Αθήνα και δεν θα πηγαίναμε ποτέ ξανά για διακοπές. Ο παππούς τότε έφυγε από το σπίτι χωρίς να απαντήσει και γύρισε μετά από λίγο κρατώντας στα χέρια του δύο βιβλία και ένα αυτοκινητάκι. Το ένα βιβλίο ήταν «Η Ντάλια η μικρή μαύρη βασιλοπούλα». Ήταν το πρώτο μου δώρο από τον παππού. Μόλις είχα τελειώσει την 1η δημοτικού και δεν μπορούσα να διαβάσω ένα κανονικό μυθιστόρημα, αλλά πέρασα όλο το καλοκαίρι κρατώντας αυτό το βιβλίο στην αγκαλιά μου και προσπαθώντας να το διαβάσω. Το έπαιρνα αγκαλιά ακόμη και για να κοιμηθώ. Και μεγαλώνοντας το διάβασα καμιά εικοσαριά φορές. Ακόμη θυμάμαι τη χαρά που πήρα με εκείνο το δώρο.
Είκοσι περίπου χρόνια μετά και ένα χρόνο πριν πεθάνει, ο παππούς και εγώ στο ίδιο δωμάτιο με τότε, ένα ίδιο απόγευμα καλοκαιριού πίναμε καφέ ελληνικό και καπνίζαμε κρυφά και οι δύο. (Εκείνος λόγω υγείας και εγώ κρυφά όπως όλες ). Ξαφνικά γύρισε με κοίταξε έντονα και μου είπε «εσένα σε αδίκησα, σε υποτίμησα, σε μείωσα και τελικά από όλα τα εγγόνια μου είσαι η μόνη που αξίζει. Είσαι η μόνη που ξεχωρίζει.» Πάγωσα, κοκάλωσα και δεν είπα τίποτε. Για μια ακόμη φορά ξεχώρισε τους δικούς του ανθρώπους. Μόνο που αυτή τη φορά, για πρώτη φορά, η εκλεχτή ήμουν εγώ. Η Ντάλια μου, η μικρή μου μαύρη βασιλοπούλα και εγώ είχαμε πλέον δικαιωθεί.